αννώνα

αννώνα
(AM ἀννώνα κ. ἀννώνη κ. ἀννόνα)
μσν.-νεοελλ. προμήθειες, σοδειά
«έχει την αννώνα του» (Χαλκιδική, Άθως)
έχει προμήθειες τροφίμων, κυρίως σταριού, για να περάσει τη χρονιά του
(αρχ. -μσν.) σιτηρέσιο, ετήσιο βοήθημα που δινόταν από τον αυτοκράτορα στους άπορους πολίτες
μσν.
ετήσια χορηγία σε βασιλιά ή σε άρχοντα («οὐ μόνον ἀννώναν παρέχουσι τῷ βασιλεῑ ἀλλὰ καὶ δῶρα προσφέρουσιν αὐτῷ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. annona «οι ετήσιες πρόσοδοι», «σιτάρι», «σιτηρέσιο» < annus «ετήσια αγροτική παραγωγή», «συγκομιδή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἄννωνα — Ἄννων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀννώνας — ἀννώνᾱς , ἀννώνη annona fem acc pl ἀννώνᾱς , ἀννώνη annona fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀννώναν — ἀννώνᾱν , ἀννώνη annona fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αννόνα — αννόνα, η η αννώνα* …   Dictionary of Greek

  • επιστρατοπεδεύω — ἐπιστρατοπεδεύω (Α) στρατοπεδεύω απέναντι («ἐπεστρατοπέδευσαν oἱ περὶ τὸν Ἄννωνα τοῑς Ῥωμαῑοις» στρατοπέδευσαν απέναντι στους Ρωμαίους, Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • περίπλους — Λογοτεχνικό είδος στην αρχαία Ελλάδα. Τα ταξίδια στις ξένες και άγνωστες χώρες για εμπορικούς σκοπούς, για την ίδρυση αποικίας ή για εξερευνητικούς λόγους, έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες να αναπτύξουν ιδιαίτερο είδος περιγραφικής πεζογραφίας,… …   Dictionary of Greek

  • Φαβινιάνα — (Favignana). Το μεγαλύτερο από τα νησιά Αιγάδες ή Αίγουσες της Μεσογείου, η αρχαία Αίγουσα ή Αιγούσα. Βρίσκεται απέναντι από τις δυτικές ακτές της Σικελίας και υπάγεται διοικητικά στην ιταλική επαρχία Τράπανι, όπως και τα νησιά Μαρέτιμο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”